κατοικικός

κατοικικός
κατοικ-ικός, ή, όν,
A assigned to

κάτοικοι, κλῆρος PTeb.105.13

(ii B.C.), etc.;

γῆ POxy.46.22

(100 A.D.); ὑποθήκη ib.2134.14 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατοικικός — κατοικικός, ή, όν (Α) [κάτοικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την τάξη πολιτών τής αρχαίας Αιγύπτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”